- σουμάδα
- ηείδος ποτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουμάδα — η, Ν αναψυκτικό ποτό από γαλάκτωμα αμυγδάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ινδ. soma «είδος ποτού» + κατάλ. άδα (Ι), πρβλ. λεμον άδα] … Dictionary of Greek
αθάσι — και θάσιο και θιάσο, το 1. είδος αφράτων αμυγδάλων 2. νωπό αμύγδαλο 3. εκχύλισμα αμυγδάλων, αθασόγαλο, σουμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεματικό + θάσιον, τo < θάσιος «τής νήσου Θάσου» < Θάσος. ΠΑΡ. αθασία, αθασούδι, αθασωτός. ΣΥΝΘ. αθασόγαλο,… … Dictionary of Greek
αθασόγαλο — το εκχύλισμα, γαλάκτωμα αμυγδάλων, σουμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθάσι + γάλα] … Dictionary of Greek
αμυγδαλάδα — και μυγδαλάδα, η [αμύγδαλο] ποτό από εκχύλισμα αμυγδάλων, αθασόγαλο, σουμάδα … Dictionary of Greek
αμυγδαλόπομα — το ποτό από αμύγδαλα, σουμάδα, θιάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πομα < πίνω. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο Γαλλοελληνικό Λεξικό Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λιβαδέως το 1861] … Dictionary of Greek
σουμαδάκιας — ο, Ν 1. αυτός που πίνει πολλές σουμάδες 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς ισχυρή θέληση, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάδα «αναψυκτικό ποτό» + κατάλ. άκιας (πρβλ. ματ άκιας)] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek